Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Στάλινγκραντ

31/01/2014
Νίκος Μπογιόπουλος




  Ήταν 31 Γενάρη του 1943. Πριν από ακριβώς 71 χρόνια η Ανώτατη Διοίκηση των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων εκδίδει το Ανακοινωθέν για τη συντριβή των Ναζί  στο Βόλγα. Την ίδια μέρα παραδίδεται η νότια ομάδα των γερμανικών ναζιστικών δυνάμεων με επικεφαλής τον διοικητή της 6ης στρατιάς Φ. Πάουλους, που μόλις είχε προαχθεί από τον Χίτλερ σε στρατάρχη. Το ανακοινωθέν είναι ουσιαστικά η αναγγελία της νίκης στη μάχη του Στάλινγκραντ, η οποία ολοκληρώνεται στις 2 Φλεβάρη του 1943, με την παράδοση των τελευταίων υπολειμμάτων της βόρειας ομάδας των γερμανικών δυνάμεων.

   Στις 2 Φλεβάρη 1943, ο Στάλιν απηύθυνε ημερήσια διαταγή προς τα στρατεύματα του Ντον, όπου έλεγε: «Στον αντιπρόσωπο του Αρχηγείου της Ανωτάτης διοίκησης του στρατού, στρατάρχη του πυροβολικού σ. Βορόνοφ. Στον διοικητή των στρατευμάτων του μετώπου του Ντον, στρατηγό σ. Ροκοσόφσκι. Συγχαίρω εσάς και τα στρατεύματα του μετώπου του Ντον για το επιτυχημένο ξεκαθάρισμα των εχθρικών στρατευμάτων που είχαν κυκλωθεί κοντά στο Στάλινγκραντ. Εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε όλους τους μαχητές, διοικητές και πολιτικούς καθοδηγητές του μετώπου του Ντον για τις εξαιρετικές αυτές πολεμικές επιχειρήσεις».


«Η μεγαλύτερη μάχη στην ιστορία των πολέμων».
Ας δούμε τι ήταν αυτό που συντελέστηκε στο Στάλινγκραντ, στη μάχη που χαρακτηρίστηκε ως «η μεγαλύτερη στην ιστορία των πολέμων».
   Το καλοκαίρι του 1942, τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση στο Νότιο Τομέα του Ανατολικού Μετώπου. Ένα τμήμα κινήθηκε προς το Στάλινγκραντ και έφτασε στα άκρα της πόλης. Διακηρυγμένος στόχος των γερμανικών στρατευμάτων ήταν η συντριβή της σοβιετικής αντίστασης και η κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους των βασικών στρατιωτικών και οικονομικών κέντρων της ΕΣΣΔ. Για τη ναζιστική επίθεση προετοιμάστηκαν 8 στρατιές, πέντε γερμανικές, μια ρουμάνικη, μια ιταλική και μια ουγγρική, αφού η ευρύτερη περιοχή του Στάλινγκραντ, όπως και η ίδια η πόλη, έπαιζε σημαντικό ρόλο στο πολεμικο-οικονομικό δυναμικό της Σοβιετικής Ενωσης.
   Παρά τη σημασία που είχε η μάχη του Στάλινγκραντ για την έκβαση ολόκληρου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η ΕΣΣΔ έδωσε αυτήν τη μάχη εντελώς μόνη και αβοήθητη, εγκαταλελειμμένη, φτάνοντας πολλές φορές στο χείλος της καταστροφής. Βλέποντας το συσχετισμό δυνάμεων εκείνης της εποχής ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη χιτλερική Γερμανία, δεν μπορεί παρά να μιλήσει κανείς για θαύμα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι με την επίθεσή της εναντίον της ΕΣΣΔ, η ναζιστική Γερμανία είχε καταφέρει να καταλάβει τις σοβιετικές αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές, που προπολεμικά έδιναν το 71% της παραγωγής χυτοσιδήρου, το 58% του χάλυβα, το 57% του τροχαίου υλικού, το 63% του άνθρακα, καθώς και τον κύριο όγκο του πολεμικού εξοπλισμού και των εφοδίων. Οι κατακτημένες σοβιετικές περιοχές, όπου ζούσε προπολεμικά το 42% του πληθυσμού της χώρας, κάλυπταν το 40% του συνολικού χώρου παραγωγής σιτηρών και το 38% της κτηνοτροφίας. Το θαύμα, όμως, συντελέστηκε. «Δεν υπάρχει γη για μας πέρα από το Βόλγα», ήταν τα λόγια ενός από τους ήρωες της μάχης, του ελεύθερου σκοπευτή Βασίλι Ζάιτσεφ. Το θαύμα, όπως αποδείχτηκε, συνίστατο στα τεράστια αποθέματα δύναμης του σοβιετικού λαού για την υπεράσπιση της πατρίδας του και των κοινωνικών του κατακτήσεων.
«Όχι δεύτερο μέτωπο»!
   Οι δυτικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Αγγλία, αντιμετώπισαν τη μάχη του Στάλινγκραντ ως ευκαιρία να υπάρξει, το λιγότερο, μια αμοιβαία εξασθένηση της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας, ώστε αφενός να ξεμπερδεύουν με το σοσιαλισμό και αφετέρου να διαμοιράσουν τις παγκόσμιες αγορές μεταξύ τους, χωρίς την εμπλοκή του άλλου μεγάλου ιμπεριαλιστή ανταγωνιστή τους, της Γερμανίας. Ετσι, αρνήθηκαν να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη κατά των δυνάμεων του γερμανικού φασισμού κι έδωσαν τη δυνατότητα στον Χίτλερ να συγκεντρώσει στο ανατολικό μέτωπο τεράστιο αριθμό δυνάμεων και πολεμικού υλικού.
   Μάλιστα, ο Τσόρτσιλ, με αφορμή το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ μέσα στο 1942, γράφει: «Σκεπτόμουν την αποστολή που με έφερνε στο θλιβερό αυτό μπολσεβικικό κράτος. Άλλοτε, είχα προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις μου, να το στραγγαλίσω στη γέννησή του και ως την εμφάνιση του Χίτλερ το θεωρούσα θανάσιμο εχθρό της ελευθερίας και του πολιτισμού. Ποιο ήταν τώρα το καθήκον μου; Ο στρατηγός Ουέιβελ, που είχε φιλολογική διάθεση, τα ανακεφαλαίωσε όλα σε ένα ποίημα με πολλές στροφές, που τελείωνε με τις λέξεις: "Οχι δεύτερο μέτωπο το 1942"». (Ουίνστον Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος Δ σελ. 317).
   Την επομένη της συνάντησης, ο Στάλιν συνέταξε υπόμνημα, όπου σημειωνόταν: «Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων γενομένης εις την Μόσχαν την 12 Αυγούστου ε.ε. διεπίστωσα ότι ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κ. Τσόρτσιλ θεωρεί αδύνατον την οργάνωσιν του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942. Ως γνωστόν, η οργάνωσις του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942 είχε αποφασιστεί κατά την διάρκειαν της επισκέψεως του Μολότωφ εις Λονδίνον και είχε περιληφθεί εις το κοινόν αγγλο- σοβιετικόν ανακοινωθέν, που εδημοσιεύθη την 12 Ιουνίου ε.ε (…). Είναι εύκολον να αντιληφθή κανείς ότι η άρνησις της κυβερνήσεως της Μεγάλης Βρετανίας να δημιουργήση το δεύτερον μέτωπον εις την Ευρώπην εντός του 1942 καταφέρει ηθικόν πλήγμα εναντίον ολοκλήρου της σοβιετικής κοινής γνώμης, που εβασίζετο εις την δημιουργίαν του δεύτερου μετώπου, δυσχεραίνει την θέσιν του Ερυθρού Στρατού εις το μέτωπον και προξενεί ζημίαν εις τα σχέδια της Σοβιετικής Διοικήσεως... Εγώ και οι συνάδελφοί μου νομίζομεν ότι το έτος 1942 παρέχει τους πλέον ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην, δεδομένου ότι όλαι αι δυνάμεις των γερμανικών στρατευμάτων, και μάλιστα αι καλύτεραι, είναι απησχολημέναι εις το ανατολικόν μέτωπον, ενώ εις την Ευρώπη έχουν απομείνει ασήμαντοι δυνάμεις, και μάλιστα αι χειρότεραι. Είναι άγνωστον αν το έτος 1943 θα παρέχη τους ιδίους ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου, όπως το 1942... Αλλά δυστυχώς εγώ δεν κατόρθωσα να πείσω επ' αυτού τον κύριον Πρωθυπουργόν της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ ο κ. Χάριμαν, αντιπρόσωπος του Προέδρου των ΗΠΑ, κατά τις διαπραγματεύσεις εις Μόσχαν, υπεστήριξε απολύτως τον κύριον Πρωθυπουργόν» («Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος - Η αλληλογραφία Στάλιν - Τσόρτσιλ - Ρούσβελτ - Τρούμαν», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Α΄, σελ. 72-73).


«Από κτίριο σε κτίριο»
   Η μάχη για την πόλη του Στάλινγκραντ άρχισε στις 17 Ιούλη του 1942 στον ποταμό Τσιρ και διήρκεσε συνολικά για περίπου 200 μερόνυχτα. Το αμυντικό της στάδιο κράτησε έως τις 18 Νοέμβρη 1942. Ειδικά το Σεπτέμβρη η πόλη κινδύνεψε να κυριευτεί από τον εχθρό, αφού αυτός κατάφερε να περάσει στο εσωτερικό της και να φτάσει ως το κέντρο της. Μάλιστα, το ραδιόφωνο του Βερολίνου έσπευσε να ανακοινώσει πως το Στάλινγκραντ έπεσε. Αντίστοιχες ανακοινώσεις βγήκαν και στις κατεχόμενες χώρες, όπως και στην Ελλάδα, όπου κυκλοφόρησε προκήρυξη με τίτλο «ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ»... Όμως, στις 19 Νοέμβρη του 1942, ο Κόκκινος Στρατός περνά στην αντεπίθεση. Ως τις αρχές του Γενάρη του 1943 είχε καταφέρει να αντιστρέψει πλήρως την κατάσταση. Οι σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν την επίθεση για την ολοκληρωτική συντριβή του εχθρού. Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε στις 2 Φλεβάρη.
   «Η νίκη των στρατευμάτων μας στο Στάλινγκραντ - γράφει ο στρατάρχης Ζούκοφ - αποτέλεσε την αρχή της ριζικής καμπής του πολέμου υπέρ της ΕΣΣΔ...». Ήταν μια νίκη, που κερδήθηκε με σκληρές μάχες σώμα με σώμα «από κτίριο σε κτίριο, όπου το κάθε κτίριο της πόλης γινόταν ερείπια». Στη διάρκεια της σοβιετικής αντεπίθεσης καταστράφηκαν δύο γερμανικές, μια ιταλική και δύο ρουμανικές στρατιές. Εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά 32 γερμανικές μεραρχίες και 3 ταξιαρχίες. Άλλες 16 μεραρχίες έχασαν το 50%-75% της δύναμής τους και έπαψαν να είναι αξιόμαχες. Οι απώλειες των φασιστικών στρατευμάτων στην περίοδο της σοβιετικής αντεπίθεσης ξεπέρασαν τους 800 χιλιάδες νεκρούς. Τεράστιες ήταν οι καταστροφές πολεμικού υλικού. Το μέγεθος των απωλειών επέδρασε αποφασιστικά στη γενική στρατηγική κατάσταση, συγκλόνισε όλη την πολεμική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας.
Νίκη - ορόσημο
   Ο ηρωικός αγώνας των κατοίκων του Στάλινγκραντ και του σοβιετικού στρατού απέσπασε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ήταν μια νίκη, στην οποία υποκλίθηκαν όλοι. «Είναι μία καταπληκτική νίκη», αναγκαζόταν να γράψει ο Τσόρτσιλ στον Στάλιν. Ο Ρούζβελτ, στο δικό του μήνυμα, χαρακτήρισε το γεγονός «ως ένα από τα λαμπρότερα κεφάλαια του πολέμου των λαών που ηνώθησαν εναντίον του ναζισμού και των μιμητών του». Έως τη μάχη του Στάλινγκραντ στην Ιστορία δεν υπήρχε παρόμοια περίπτωση κύκλωσης και ολοκληρωτικής καταστροφής τόσο μεγάλης στρατιωτικής δύναμης.
   Η συντριβή των Ναζί στο Βόλγα σήμανε την αρχή της αποφασιστικής στροφής στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και σε όλο το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο σοβιετικός στρατός αποσπά τη στρατηγική πρωτοβουλία και δεν την αφήνει μέχρι την οριστική συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας. Η μάχη του Στάλινγκραντ αποτελεί το ορόσημο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου καθώς από εκεί και πέρα αρχίζει η εκδίωξη των εισβολέων από το σοβιετικό έδαφος και η απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης από το χιτλεροφασιστικό ζυγό.


Η σημαία της απελευθέρωσης κυματίζει και πάλι στο Στάλινγκραντ

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΒΑΘΙΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΟΝ…

   Σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης, εμφανούς αποτυχίας του εγχειρήματος ευρωπαϊκής  ολοκλήρωσης  και παρακμής των κυρίαρχων ιδεολογικοπολιτικών μορφών διαχείρισης της αστικής κοινωνίας (φιλελευθερισμός-σοσιαλδημοκρατία) σημαντικές δυνάμεις του αστισμού στην Ευρώπη στρατεύονται εσπευσμένα και ανοικτά με τον εθνικισμό και τους πολιτικούς εκφραστές του, συμπεριλαμβανομένων και ακραιφνώς νεοφασιστικών εκδοχών αυτού. Στην ήπειρο που είχε εκατόμβες θυμάτων εξαιτίας του φασισμού οι ορδές του τελευταίου κάνουν και πάλι την απειλητική εμφάνισή τους.

     Κατά μια ανάγνωση αρκετά διαδεδομένη, ο φασισμός μπορεί να προσεγγιστεί σαν μια ακραία, μαζική, εκδήλωση αυταρχισμού και απόλυτων ιδεολογικών σχημάτων που δύναται να επιβληθούν από ένα ισχυρό -πιθανότατα στρατιωτικοποιημένο- υποκείμενο. Υπό το ίδιο -μάλλον πασιφιστικό- πρίσμα ο φασισμός είναι μόνο δολοφονίες, πόλεμοι, δικτατορίες και θηριωδίες. Επίσης δημοφιλής φαίνεται η έμφαση στα χαρακτηριστικά του φασισμού που σχετίζονται με άρνηση-στέρηση της ελευθερίας του λόγου και του πνεύματος, της αναλγησίας, καταπίεσης της διαφορετικότητας, μια προσέγγιση που αναδεικνύει σημαντικά ζητήματα και η οποία εκκινά μάλλον από φιλελεύθερες αφετηρίες.

    Ο φασισμός όμως δεν είναι καθόλου μόνο τα παραπάνω. Οι δημοφιλείς αυτές προσεγγίσεις, αν και φωτίζουν πτυχές του φαινομένου, αποτυγχάνουν να αποκαλύψουν τον ιστορικά εγκληματικό ρόλο του φασισμού, ανάγοντας πρακτικές, μεθόδους και χαρακτηριστικά του φασισμού σε μια υπεριστορική «ουσία» του.

    Ο φασισμός, τέκνο του βαθύτατα παρηκμασμένου καπιταλισμού, συνιστά πολεμικό συνασπισμό της μεγάλης αστικής τάξης με στρώματα αφηνιασμένων από την κρίση μικρο-μεσαίων αστών, με το λούμπεν προλεταριάτο (κάθε λογής καθάρματα του υπόκοσμου) αλλά και με στερούμενους ταξικής συνείδησης μισθωτούς εργαζόμενους. Αποτελεί πολεμική συμμαχία των «ύστερων ημερών», το μόνο ιδεολογικό-πολιτικό μόρφωμα που μπορεί να προτάξει η αστική τάξη εναντίον των κοινωνικών εχθρών της, όταν η εξουσία της απειλείται αποφασιστικά σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης (κατάρρευσης δηλαδή του επίσημου κράτους και των κατασταλτικών μηχανισμών του). Η γρήγορη ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής και εκδίπλωση της εγκληματικής δράσης της αποκαλύπτει, συν τοις άλλοις, ότι η άρχουσα τάξη έχει πάρει τα ιστορικά μαθήματά της, ότι έχει σε μεγάλο βαθμό γνώση των κινδύνων που την απειλούν.

     Θεμελιακή ιδέα του εθνικισμού/φασισμού  είναι αυτή του έθνους, της φαντασιακά υπερταξικής κοινότητας των ιδιωτών-ιδιοκτητών,   εντός της οποίας και με επικεφαλής το συγκεντρωτικό  εθνικό κράτος  οι ίδιοι παραμένοντας ιδιώτες μπορούν να προσβλέπουν σε προστασία των συμφερόντων τους και σε αλληλεγγύη στο αγώνα εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών.

     Η γοητεία  του έθνους ως κοινότητας για την  οποία αξίζει κανείς να πολεμήσει και να θυσιαστεί δεν είναι κάτι που καλλιεργείται μόνο από την εθνικιστική προπαγάνδα  και την εθνοκεντρική κρατική εκπαίδευση, αλλά πηγάζει και από την καθημερινή συνείδηση μεγάλου μέρους των μελών της αστικής κοινωνίας, κυρίως των μικρομεσαίων ιδιωτών - ιδιοκτητών  (των εξοικειωμένων με σχέσεις οικονομικού ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης μισθωτής εργασίας, και διαποτισμένων συνειδησιακά από αυτές) αλλά και τμήματος των μισθωτών εργαζομένων   με ασθενή έως ανύπαρκτη εμπειρία ταξικής συλλογικότητας. Αυτοί, ιδιαίτερα όταν επιδεινώνεται η κοινωνική τους θέση και δε μπορούν να διακρίνουν προοπτικές αυθεντικής κοινωνικής αλληλεγγύης και συντροφικότητας, στρέφονται προς πλασματικές συλλογικότητες, οι οποίες όμως στην εμπειρικά δοσμένη πραγματικότητα εμφανίζονται ως αυτονόητες. Στην καθημερινή  συνείδηση ανθρώπων για τους οποίους η κοινωνία των ιδιωτών-ιδιοκτητών συνιστά μια δεδομένη και θεμιτή  πραγματικότητα, το έθνος (με την κρατική του υπόσταση,  εθνική κυβέρνηση και εθνικό στρατό) εκλαμβάνεται συνήθως ως η μόνη εφικτή συλλογικότητα.

     Ο φασισμός ενσαρκώνει και εκφράζει στο έπακρο την ανταγωνιστική εκμεταλλευτική «λογική» της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, καλλιεργεί το φόβο και τη δουλοπρέπεια, το μίσος για τους «ταπεινούς και καταφρονεμένους» και συνάμα την υποταγή στα αφεντικά, υπονομεύει την ταξική συνειδητοποίηση και συσπείρωση  των εργαζομένων, την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, καταργεί  την ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη και χειραφέτηση.

     Γι’ αυτό και η καταπολέμηση του φασισμού συνάπτεται καθοριστικά με τον αγώνα κατά του  κοινωνικού  ανταγωνισμού, της αποξένωσης και εξαθλίωσης,  αλλά και  με τη συνειδητοποίηση της δυνατότητας διεξόδου προς ένα μέλλον πραγματικής κοινωνικής αλληλεγγύης και συντροφικότητας. Σε έναν κόσμο βυθισμένο σε οξύτατη κρίση, με εκτενή αποσταθεροποίηση των όρων επιβίωσης και διάχυτα τα αισθήματα απόγνωσης, η όποια αντι-φασιστική πολιτική δραστηριότητα  δε μπορεί να έχει προοπτικές χωρίς την ανάδειξη των σύγχρονων δυνατοτήτων χειραφέτησης της εργασίας και  την καλλιέργεια ισχυρής πεποίθησης  για το εφικτό μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

     Η περαιτέρω πρόοδος του πολιτισμού, το μέλλον της ανθρωπότητας,   δε θα κριθούν από την κατίσχυση κάποιων βιολογικά ανώτερων εθνών/φυλών, αλλά από την απόσπαση των υλικών και πνευματικών μέσων παραγωγής από την εξουσία του κεφαλαίου και τη μετατροπή τους σε συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας, σε μέσα  συνεργατικής–συντροφικής ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών.