Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΡΦΙ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΑΑΚ





Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς ως προς τον ευατό μας και την πραγματικότητα, οφείλουμε να παραδεχτούμε κάτι το οποίο είτε συνειδητά αποφεύγεται να λέγεται και να συζητιέται ή απωθείται στο ασυνείδητο, επιστρέφοντας ως σύμπτωμα νοσταλγίας και θριαμβολογίας για το ένδοξο παρελθόν μας ή αδράνειας και αδυναμίας: Η ΕΑΑΚ έχει ήδη διασπαστεί, κατάσταση για την οποία δεν ευθύνεται ένα ξύλο ή κάποιες τακτικές αποφάσεις οργανώσεων. Αυτά είχαν συμβεί και στο παρελθόν και δεν αποτελούν παρά το πιο εμφανές αποτέλεσμα μια μακράς και διαρκούς διαδικασίας ασυμφωνίας και διάσπασης. Η αδυναμία να αναλύσει και να απαντήσει στην επιχειρηματική ανασυγκρότηση του πανεπιστημίου, η αδυναμία να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες μη εύκολης πυροδότησης κινηματικών διαδικασιών και η μη συζήτηση/αποπολιτικοποίηση στη βάση των σχημάτων είναι κάποια από τα σημεία που δείχνουν ότι η ΕΑΑΚ έχει διασπαστεί. Ας πάρουμε όμως κάποια πράγματα από την αρχή, μιας και για να κατανοήσουμε στο απαραίτητο βάθος την διάσπαση του μορφώματος και τη σημερινή κατάσταση, απαραίτητη είναι μια περιοδοχρονολόγηση αυτού που υπήρξε η ΕΑΑΚ μέσα στα χρόνια που πέρασαν και του τρόπου με τον οποίο απαντούσε τις επιχειρούμενες εκπαιδευτικές αναδιαρθώσεις:

Δεκαετία ‘90: Μετά τα όρια που ανέδειξε η γραμμή του ΚΚΕ στο κίνημα αλλά και με την κίνηση συμμετοχής σε αστική συγκυβέρνηση το 1989 από τη μία, και τη χρεωκοπία του ευρωκομμουνισμού από την άλλη με κύριο εκφραστή το ΚΚΕ εσωτερικού ( πρόγονος ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ και μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ), δημιουργείται μια νέα κίνηση στο εσωτερικό των ιδρυμάτων με κύριο στόχο να διαχωριστεί από τις γραμμές ήττας κι ενσωμάτωσης που κυριαρχούσαν, δημιουργώντας ένα νέο ρήγμα στις ως τότε κυρίαρχες πολιτικές βάζοντας πάλι στο προσκήνιο μια προοπτική διαρκούς και συνεχή αγώνα. Αποτέλεσμα αυτού η γέννηση των σχημάτων ΕΑΑΚ.
Διάστημα 2000-2012: Η ΕΑΑΚ πλέον ως πολιτική δύναμη έχει αποκτήσει τη δικιά της φυσιογνωμία και έχει δώσει το δικό της πολιτικό στίγμα στα φοιτητικά αμφιθέατρα των γενικών συνέλευσεων με πλαίσια καταλήψεων και συντονισμού των φοιτητικών συλλόγων. Αποκορύφωμα αυτού το κίνημα του 2006-2007 που παραλύει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας απαιτώντας τη μη αναθεώρηση του άρθρου ‘16΄, υποστηρίζοντας άρα το δημόσιο, δωρεάν, κρατικό πανεπιστήμιο. Οι διαρκείς καταλήψεις και οι μορφές οργάνωσης από τα κάτω είναι τα στοιχεία αυτά που θα αποτελέσουν τη βάση έτσι ώστε τα σχήματα ΕΑΑΚ να είναι ενεργό κομμάτι του πρωτόγνωρου και με νέα χαρακτηριστικά κινήματος που ξέσπασε το Δεκέμβρη του 2008. Επίσης σημαντική στιγμή η πάλη ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου το 2011.

Αυτό ήταν η ΕΑΑΚ για χρονικό διάστημα περίπου δύο δεκαετιών, μία πολιτική δύναμη που ανέλυσε με σχεδόν κοινό τρόπο τις επιχειρούμενες εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις που έρχονταν με τη μορφή νομοσχεδίων και η πάλη ενάντια στα νομοσχέδια αυτά. Ήταν μια προσπάθεια απάντησης στα νομοσχέδια που κεφαλοποιούσαν την εκπαιδευτική αναδιάρθωση του ελληνικού πανεπιστημίου και μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης των όρων (ανα)παραγωγής της νεολαίας με τους αστικούς θεσμούς. Όμως, ήδη απο τη δεκαετία του 1990 τα πράγματα ήταν πολύ πιο σύνθετα και η επιχειρηματική ανασυκρότηση και η επιχειρηματικοποίηση κάθε πτυχής της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως στρατηγική στόχευση και γενική επιδίωξη του διεθνούς, ευρωπαικού και ελληνικού κεφαλαίου, όπως θα επιχειρηθεί να αναλυθεί παρακάτω, συνέβαινε παράλληλα και διακριτά από τα διάφορα κυβερνητικά νομοσχέδια, γεγονός το οποίο συνδυαζόταν με την έξυπνη προσαρμογή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης στις αντεπιθέσεις της ΕΑΑΚ που δε μπορούσαν να μπλοκάρουν την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση άρα την έκαναν πιο έξυπνη, πιο έμπειρη και πιο προσαρμοστική. Έτσι μετά το κλείσιμο του κύκλου αγώνων 2008-2012, την κρατικοποίηση των κινημάτων αυτών μέσω του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015 και την πλήρη κινηματική αδράνεια μετά το 2015, με ευθύνες και μέρους της ΕΑΑΚ που είδε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μια αριστερή, προοδευτική κυβέρνηση που παρά τις καλές τις προθέσεις (sic) χρειαζόταν και την πίεση του κινήματος για να εφαρμόσει αυτά που υποσχέθηκε προεκλογικά (sic), φτάνουμε στο εξής σημείο: Η ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ να στηρίζουν κριτικά το νομοσχέδιο Μπαλτά και τη συνδιοίκηση, και η ΕΑΑΚ με αυτόν τον τρόπο να υπάρχει ως κάτι πιο αριστερό του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι μέσα της υπήρχε και υπάρχει αντικαπιταλιστικό δυναμικό. Η “συζήτηση” συνεχίζεται σχετικά με το κοινό εκλογικό κατέβασμα με το ΑΡΔΙΝ και μετά την αποκοπή της ΑΡΕΝ απο τη ν.ΣΥΡΙΖΑ με το ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ. Ενώ, λοιπόν, η διάσπαση φαίνεται εντονότερη, υπάρχει αμήχανα η αδράνεια σχετικά με την αντικαπιταλιστική ανασυγκρότηση του μορφώματος στο όνομα της ενότητας που έχει ήδη διαρραγεί και της ιστορίας/ονόματος του μορφώματος. Και έτσι, παρόλο που η ΕΑΑΚ υπήρξε χώρος πολιτικοποίησης και συσπείρωσης αγωνιστών, μείναμε λίγοι. Και σε αυτό ευθύνεται και το ότι δεν γινόμαστε καλύτεροι/ες για να απαντήσουμε στη σημερινή κατάσταση.
Η αμύντική και αφηρημένη υπεράσπιση των φοιτητικών κατακτήσεων και των θεσμών(πχ οργάνων συνδιοίκησης) που αντιστοιχούσαν στο μαζικό, δημόσιο πανεπιστήμιο του κράτους πρόνοιας άπτεται μιας γενικότερης κουβέντας φετιχοποίησης του κράτους πρόνοιας με δημόσιες παροχές από κομμάτια της Αριστεράς, που καθόρισε και καθορίζει τη στάση της απέναντι στον κυβερνητισμό.Στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού και του κράτους του, ο νεοφιλελευθερισμός, η νέα σοσιαλδημοκρατία και ο νεοσυντηρητισμός, δεν μπορούν παρά να συγκυβερνούν, για να διαχειριστούν μια αντιφατική παγκόσμια καπιταλιστική πραγματικότητα. Οι διαφορές μεταξύ τους εξυπηρετούν, πρώτα απ’ όλα, την ηγεμονική ενσωμάτωση των καταπιεζόμενων με ευέλικτο τρόπο.
Έτσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να θεωρηθεί μια περισσότερο νεοσοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση του ελληνικού καπιταλισμού, που “διαπραγματεύτηκε” με τους “θεσμόυς”, με τις γείτονες χώρες με επίκεντρο τα βαλκάνια και το Αιγαίο, εφόσον η εσωτερική ταξική “διαπραγμάτευση” έκλεισε, εφόσον σταμάτησαν οι απεργίες και οι εργατικές διεκδικήσεις ατόνησαν, εφόσον το ελληνικό κράτος συνέχισε να έχει hotspot με μετανάστες και πρόσφυγες. Αυτή την κυβέρνηση, όχι μόνο κομμάτι της ΕΑΑΚ αδυνατούσε να τη δει ως ένα εναλλακτικό σχέδιο διαχείρησης του ελληνικού καπιταλισμού αλλά τροφοδότησε ενεργά τις αυταπάτες για κυβερνητικές λύσεις. Η κυβέρνση ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχούσε στη “νομισματική χαλάρωση” με φόντο την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, που δεν είναι κρίση χρέους ή νομισματική, αλλά δομική και έχει βάση την πτωτική τάση του κέρδους ως αποτέλεσμα της πτώσης του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας (η κρίση δεν φαίνεται να έχει προοπτική υπέρβασης τα επόμενα 50 χρόνια, όπως τονίζουν οι αστοί οικονομολόγοι, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ).
Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο
«Η επένδυση στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων έχει ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας».
Ανακοίνωση της Επιτροπής της Ε.Ε.: «Ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης: επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα» (2012)

«Σχεδιασµός, εισαγωγή και εφαρµογή µεταρρυθµίσεων στα συστήµατα εκπαίδευσης και κατάρτισης προκειµένου να αυξηθεί η απασχολησιµότητα, να βελτιωθεί η συνάφεια της υποχρεωτικής και επαγγελµατικής εκπαίδευσης / κατάρτισης προς την αγορά εργασίας» (Επιχειρησιακό πρόγραμμα «Εκπαίδευση και διά βίου μάθηση» ΕΣΠΑ 2007 – 2013)

Research&Development (R&D) collaboration between private firms and public research entities has also become increasingly common (OECD, 2002).45 OECD evidence suggests that more intensive collaboration between firms and universities – as proxied by the share of higher education R&D financed by industry (Figure A11) – is associated with more diffusion of foreign advanced technologies (Figure 24) and may also facilitate the mobility of skills.”
ΟΟΣΑ, The future of productivity, 2015
Κάποιος πελάτης, κάποια εργάτρια. Κάποια συνάδελφος, κάποιος εργοδότης. Κάποιος σε δουλειά με ένα εύκολο κονέ, κάποιοι σε παρατεταμένοι μαθητεία. Κάποιες στον ΟΑΕΔ και κάποιοι σε συνέδρια νεανικής επιχειρηματικότητας.” 
(Διαρρήκτ(ρι)ες της φοιτητικής κουλτούρας)

Το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο (Ε.Π) αντιστοιχεί στην εποχή μετά την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και στην Ελλάδα ξεκινά να υπάρχει κατά τη δεκαετία του '90. Το Ε.Π περιλαμβάνει δύο λειτουργίες: την επειχηρηματική (που περιλαμβάνει την ανάπτυξη της γνώσης ως παραγωγικό πόρο και την παραγωγή νέων εργαζομένων στο πλαίσιο νέων ευέλικτων και επισφαλών σχέσεων εργασίας) και την πειθαρχική λειτουγία που είναι ιδεολογική και κατά βάθος βιοπολιτική, δηλαδή πίσω από το διαρκές κυνήγι δεξιοτήτων και ποσοτικοποιημένων προσόντων, παραγωγικότητας και εθελοντισμού αποκαλύπτεται μια μορφή ζωής, συμπεριφορικά ρυθμισμένης ακόμα και στις πιο βασικές κοινωνικές, συναισθηματικές λειτουργείες(πχ Research by James Heckman and other economists in OECD(μτφ ΟΟΣΑ) countries in the past 15 years has conclusively demonstrated the importance of personality traits—such as conscientiousness, persistence, work motivation, extraversion, emotional resilience, ability to work with others, and willingness to bear risk—in determining labor market and other educational outcomes over an individual’s lifetime->Economization of education, human capital global corporations skills based schooling, zoel spring 2015)..
Η πειθαρχική λειτουργεία και η επειχηρηματική, έχουν σχέση μέσου προς σκοπού. Δηλαδή, η πειθαρχική λειτουργεία εμπεδώνει την τάξη και την ασφάλεια μέσα στο πανεπιστήμιο (υπό αυτό το πρίσμα στοχοποιείται και το άσυλο των αγώνων, επειδή μπορούν να διαταράξουν την επειχηρηματική) προκειμένου να εξασφαλιστούν οι βέλτιστες συνθήκες για τις ανάγκες του κεφαλαίου για καινοτομία, επιχειρηματικότητα και παραγωγή νέων πειθαρχημένων εργασιακών υποκειμένων. Μέσα στο Ε.Π παράγεται γνώση η οποία εμπορευματοποιείται αμέσως (πχ spin offs εταιρείες) ή σε δεύτερο ακόμα και σε τρίτο χρόνο ή εξασφαλίζει την άμυνα/ασφάλεια του κράτους με διάφορα ερευνητικά προγράμματα για στρατό/αστυνομία. Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις έχουν άμεση σχέση με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής, καθώς και η ανάπτυξη της καινοτομίας και η “διάχυση της γνώσης” προτείνονται απο το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ σαν “αντίδοτα” στην πτώση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας άρα και ως στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης. Η ανάπτυξη της επιστήμης ως παραγωγικό πόρο είχε προβλεφθεί ως τάση από το Μαρξ: “ Στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα λιγότερο εξαρτιέται από το χρόνο εργασίας και την ποσότητα της καταβλημένης εργασίας. Ολοένα περισσότερο από τη δύναμη των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου, και η δύναμη αυτή -η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα- δε βρίσκεται σε καμία σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας”.
Μέσα στο πανεπιστήμιο δεν αντλείται υπεραξία γιατί δεν υπάρχει μισθός αλλά υπάρχει απλήρωτη εργασία. Πρόκειται για εμπορευματοποίηση της γνώσης και άντληση κερδών χωρίς την άμεση εκμετάλλευση και παραγωγής υπεραξίας και υπό αυτό το πρίσμα, κάθε παραγωγή γνώσης που έχει εμπορεύσιμα επιστημονικά χαρακτηριστικά, έστω και σε δεύτερο ή τρίτο χρόνο, σε προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό επίπεδο, αποτελεί κυρίαρχα όψη του επιχειρηματικού, συγκεκριμένα πανεπιστημίου. Ο ΣΕΒ, ως «συλλογικός εκπρόσωπος της οργανωμένης επιχειρηματικότητας της χώρας» όπως διαβάζουμε στη διακήρυξη για τη στρατηγική πρωτοβουλία του ΣΕΒ για τη νέα επιχειρηματική γενιά «Μαζί στην Εκκίνηση»πρωτοστατεί στο σχεδιασμό της παραγωγικής αναδιάρθρωσης του ελληνικού καπιταλισμού σε σύνδεση με το εκπαιδευτικό σύστημα. Στο υποκεφάλαιο 3 των Θέσεων στο επίσημο site του, ο ΣΕΒ διατυπώνει ρητά τη σχέση του με το ευρωπαικό πλαίσιο νομοθετημάτων για την εκπαίδευση στο ξεπούλημα της γνώσης, υπό τον εξωραϊσμένο τίτλο Κοινωνία της Γνώσης : «Η εκπαίδευση και η κατάρτιση όπως όλοι γνωρίζουμε και όπως έχει διαπιστωθεί και συνομολογηθεί πιο εμπεριστατωμένα στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια από τη Λισσαβόνα και εντεύθεν, αντιπροσωπεύουν ένα κατ’εξοχήν μέσο για την κοινωνική και πολιτισμική συνοχή καθώς και σπουδαίο πλεονέκτημα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του δυναμισμού της Ευρώπης».Διαβάζουμε στις Ανακοινώσεις από τις εργασίες του FORUM για την Εργασία και τις Δεξιότητες του ΣΕΒ, 10/7/2013
Παράλληλα, ο ΣΕΒ αντιμετωπίζει το πανεπιστήμιο ως πεδίο παραγωγής νέων εργαζομένων.
«[…] Ο Μηχανισμός Διάγνωσης που ανέπτυξε ο ΣΕΒ, κινητοποιώντας ομάδες εμπειρογνωμόνων και στελεχών επιχειρήσεων που συγκροτήθηκαν αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, τεκμηρίωσε 90 περίπου κρίσιμα επαγγέλματα που σε όρους γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων συνδέονται άμεσα με την ανταγωνιστική εξέλιξη οκτώ σημαντικών επιχειρηματικών τομέων της ελληνικής οικονομίας. Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η επένδυση στις γνώσεις και στις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας τόνισε σε ομιλία του ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου κ. Χάρης Κυριαζής, ο οποίος σημείωσε ότι παρά τα κονδύλια που έχουν δαπανηθεί τα τελευταία πολλά χρόνια, σήμερα απουσιάζει στη χώρα μας ένας μηχανισμός που να αποτυπώνει τις αναπτυξιακές ανάγκες σε εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες του στελεχιακού μας δυναμικού»
Παράλληλα οι φοιτητές εργάζονται πανω στην παραγωγή της εργασιακής του δύναμης, της ικανότητας τους δηλαδή να είναι γιατροί, δικηγόροι, φιλόλογοι κλπ και να εργάζονται. Στην εποχή του κρατικού δημόσιου, πανεπιστημίου υπήρχε η ανάγκη για μαζική παραγωγή εργαζομένων και στο πλαίσιου του κράτους πρόνοιας, η εκπαίδευση εμφανιζόταν ως μία ακόμη κοινωνική παροχή αλλά στο πλαίσιο του επιχειρηματικού πανεπιστημίου και των νέων ελαστικών και εξατομικευμένων σχέσεων εργασίας η παραγωγή της διανοητικής εργατικής δύναμης μέσα στο πανεπιστήμιο φαίνεται να αποτελεί προσόν που αποδίδεται ανάλογα με το πόσο ¨παραγωγικός” και “καλός” είναι ο φοιτητής, κατάσταση επενδυμένη με τη φαντασίωση της αριστείας και της δίκαιης ανταμοιβής για τους κόπους τους καθενός/μιας. Ο ρόλος των ECTS είναι ο υπολογισμός της δυνητικής εργασιακής δύναμης του μελλοντικού εργαζόμενου. Πράγματι εργαζόμαστε πάνω στην εργασιακή μας δύναμη, πράγμα που σημαίνει χιλιάδες ξυπνήματα και υποχρεωτικές ώρες παρακολούθησης ή απλήρωτες πρακτικές σε σχολές όπως η Οδοντιατρική, η Γεωπονία, η Δημοσιογραφία και με έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο οι κλινικοί φοιτητές ιατρικής.
Έτσι, διαμορφώνεται η διττή ταυτότητα του φοιτητή. Από τη μία ο φοιτητής ως σπουδαστής που πηγαίνει στα αμφιθέτρα, συμμετέχει σε διαφορα φοιτητικά δρώμενα κτλ και από την άλλη ο φοιτητής ως εργαζόμενος που είναι ένας ιδιόμορφος εργάτης γνώσης που παράγει το μελλοντικό ευατό του και την εργασιακή του δύναμη, νιώθει άγχος για την επιδοσή του όχι απλώς γιατί είναι “παραπλανημένος” από κάποιο ιδεολόγημα αριστείας αλλά γιατί αισθάνεται ότι υλικά συγκροτείται από την βέλτιστη παραγωγή της εργασιακής του δύναμης (καθώς και γιατί η υποβάθμιση των προπτυχιακών έκανε σχεδόν αναγκαστικά τα μεταπτυχιακά προγράμματα). Εξ ου και οι διάφορες φοιτητικές επιχειρηματικές ομάδες στις οποίες ο φοιτητής αυτοεπιχειρηματικοποιείται και απάντηση δε μπορέσαμε ποτέ να δώσουμε. Ο φοιτητής ως σπουδαστής αντιστοιχεί κυρίως στην πρηγούμενη φάση του πανεπιστημίου ενώ ο φοιτητώς ως εργαζόμενος στην περίοδο του Ε.Π, πράγμα που σημαίνει ότι με την εμβάθυνση του Ε.Π θα έχουμε κυριαρχία της ταυτότητας του φοιτητή ως εργαζόμενου. Οι ταξικοί φραγμοί εντείνονται από τη στιγμή που το Πανεπιστήμιο χάνει όλο και περισσότερο το χαρακτήρα ενός μηχανισμού κοινωνικής ανέλιξης ανταποκρινόμενο στον σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό εργασίας. Η μόνη κοινωνική κινητικότητα είναι προς τα κάτω, με τη προλεταριοποίηση και της πλειοψηφίας των μεσαίων στρωμάτων, αλλά και το πέταγμα πολλών νέων ανθρώπων έξω από το Πανεπιστήμιο, με την αναζήτηση εργασίας σε κλάδους των υπηρεσιών χαμηλότερης ειδίκευσης, όπως στην Ελλάδα ο επισιτισμός, ο τουρισμός κ.α.. Ακόμη κι αν φαινομενικά οι εισακταίοι σε ορισμένα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα αυξάνονται, η διάσπαση των ενιαίων πτυχίων σε κύκλους, και ο ποσοτικός συνυπολογισμός παράλληλων εκπ. προγραμμάτων (σεμινάρια επί πληρωμή που προσφέρουν ECTs) στην δυνητική εργασιακή δύναμη των αποφοίτητων, διαμορφώνουν αποφοίτους πολλών ταχυτήτων, με ταξικό κριτήριο. Αυτό σημαίνει ότι οι έχοντες χρόνο και χρήμα για την προσωπική τους εκπαίδευση, φτιάχνουν καλύτερο φάκελο προσόντων για να διαπραγματευτούν τη θέση τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Παράλληλα, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και των παροχών που προσέφερε, έθεσε εκτός τα κομμάτια των φοιτητών που εξαρτιόνταν από τις δωρεάν παροχές και αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στους υλικούς όρους ζωής για την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Έτσι, αναδύθηκε κι μια άλλη μαζική τάση, αυτή της παράλληλης με τις σπουδές εργασίας.
Οι δε μετανάστες και πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς όχι μόνο δεν έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια αλλά πολλοί από αυτούς ούτε στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, αποσχολούμενοι με επαγγέλματα που δεν έχουν την προοπτική καριέρας και ανέλιξης ή/και δεν είναι της προτίμησης των Ελλήνων.
Τέλος, η υποχρηματοδότηση δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από την επειχηματικοποίηση του πανεπιστημίου καθώς τα κενά έρχονται να τα καλύψουν ιδιώτες (πχ λέσχη, εύδοξος, καθαριότητα, φύλαξη) με αποτέλεσμα τις επισφαλείς σχέσεις εργασίας για τους εργαζομένους ενώ η αξιολόγηση των ιδρυμάτων γίνεται με συγκεκριμένα κριτήρια με αποτέλεσμα οι ¨μη παραγωγικές” για την καπιταλιστική κερδοφορία σχολές να υποχρηματοδοτούνται περισσότερο σε σχέση με τις “παραγωγικές”. Έτσι, η επιχειρηματική εμβάθυνση του πανεπιστημίου αφορά και τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές σπουδές», όχι μόνο με το κλείσιμο των μη κερδοφόρων τμημάτων, αλλά και με την αναπροσαρμογή των θεωρητικών σπουδών στις ανάγκες του κεφαλαίου.


Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ

Καμία από τις δυνάμεις που παρεμβαίνει στο φοιτητικό δεν φαίνεται να μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα της ολοένα και μεγαλύτερης αποχής από τις συλλογικές/κινηματικές διαδικασίες μετά από τον κύκλο των κινημάτων από το '8 μέχρι το '12, τάση που επιταχύνεται μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οπού ενσωματώνεται και μέρος του κινήματος. Σε επίπεδο φοιτητικής συνδικαλιστικής καθημερινότητας αυτό μεταφράζεται σε αποχή από γενικές συνελεύσεις, πορείες, κινητοποιήσεις καθώς και φοιτητικές εκλογές. Η εξέλιξη αυτή βέβαια δεν εκφράζεται γραμμικά, σχετικά μαζικές κινητοποιήσεις, συνελεύσεις ή και καταλήψεις εμφανίζονται ακόμα σε διάφορα ζητήματα (πχ εκπαιδευτικό), ωστόσο οι στιγμές αυτές λειτουργούν περισσότερο ως παράγοντας σύγχυσης καθώς απωθείται και δεν θίγεται το γεγονός πως η συνισταμένη των τελευταίων χρόνων δείχνει σε όλα τα επίπεδα δραματική μείωση της συμμετοχής. Σε αυτό συμβάλλει επίσης και η σύνηθης συμβολική εκφορά του φαινομένου αυτού: “Γιατί δεν κινητοποιείται ο κόσμος τώρα που τα πράγματα έχουν έτσι;” “ Φταίει που έχει απογοητευτεί, που υιοθετεί τον ατομικό δρόμο.”
Και τι πρέπει να κάνουμε;” “Να επανανοηματοδοτήσουμε και να μαζικοποιήσουμε τις συλλογικές διαδικασίες, να επανασυγκροτήσουμε τους συλλόγους κλπ”. Και αυτό ήταν, εφησυχαζόμαστε επειδή το αναφέραμε.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΊΜΕΝΟ

Ο ελληνικός μετασχηματισμός του μαζικού-κρατικού πανεπιστημίου σε ΕΠ με άμεση σύνδεση με την αγορά εργασίας, την επιχειρηματικότητα και την παραγωγή εκφράζεται με αλλαγές στην προέλευση και την ανά τμήματα διανομή των πόρων, στον ερευνητικό προσανατολισμό, στο πρόγραμμα, τα επαγγελματικά προσόντα και τις απαιτήσεις της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, στις φοιτητικές παροχές, στον αριθμό θέσεων κ.α. Το φοιτητικό κίνημα πασχίζει κατά βάση να διατηρήσει τις παροχές, τα δικαιώματα και τις λιγότερο εντατικές σπουδές που αντιστοιχούσαν στην παλιότερη φάση του πανεπιστημίου (πχ σίτηση, στέγαση, δωρεάν σπουδές ή όλα τα δικαιώματα στο πτυχίο). Ωστόσο, όσο προχωρά ο μετασχηματισμός του επιχειρηματικού πανεπιστημίου η αναδυόμενη υποκειμενικότητα που αυτό προωθεί θα κινητοποιείται όλο και λιγότερο αν τα καλέσματα και η κριτική εμμένουν σε αυτά τα αναγκαία αλλά περιορισμένα αιτήματα. Αυτά καταγγέλονται από την σύγχρονη υποκειμενικότητα ως καθήλωση στο προηγούμενο αντιπαραγωγικό και αναξιοκρατικό πανεπιστήμιο του ανορθολογικού Κράτους επί ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, και ως θωράκιση απέναντι στην πραγματική ευθύνη του φοιτητή-εργαζόμενου, που είναι ακριβώς η επίδοση και η παραγωγικότητα.

Συνεχίζουμε αναφέροντας 3 αξίες του σημερινού φοιτητή-εργαζόμενου που δηλώνουν βαθιά αφομοίωση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων (πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο κατά Μαρξ) και καθιστούν ανεπαρκή την τωρινή μορφή του πολιτικού λόγου.

  1. Το ιδανικό της αριστείας ( εκφράζεται ταυτόχρονα η ταυτότητα φοιτητή και η ταυτότητα εργαζόμενου). Προϋποθέτει την αφομοίωση αυτού που η Αόρατη επιτροπή θα ονόμαζε υπαρξιακό φιλελευθερισμό. “ Το καλύτερο που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω στην βελτίωση του περίγυρου μου είναι να είμαι όσο το δυνατόν καλύτερος στην επιστήμη και έτσι όσο το δυνατόν πιο αποδοτικός και παραγωγικός εργαζόμενος μπορώ. Αν αυτό το 'κάναν όλοι (κάποιος μπορεί να προσθέσει “όπως στο εξωτερικό”) τότε τα πράγματα θα 'ταν καλά.” Ως λειτουργική εδώ εμφανίζεται η κεφαλαιοκρατική μηχανή ενώ τυχόν δυσλειτουργίες οφείλονται σε ελαττωματικά εξαρτήματα (ατομικότητες).
  2. Την σταθερή γνώση που ως Επιστήμη έρχεται σε αντιπαράθεση με την Πολιτική (εδώ εκφράζεται η ταυτότητα φοιτητή). Έχει εδώ και πολύ καιρό επισημανθεί από πλήθος διανοητών πως η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από καχυποψία απέναντι σε κάθε Μεγάλη Αφήγηση και Ιδεολογία. Ο πραγματισμός, ο κυνισμός και η επιστημολογία του σύγχρουνου καπιταλισμού αξιολογούν κάθε πολιτικό όραμα ως αφηρημένο, ιδεαλιστικό ουτοπικό, ρομαντικό. Σε αντίθεση με την πολιτική, οπού τόσο η πολυπλοκότητα του αντικειμένου όσο και η πολλαπλότητα των απόψεων προώθουν την εικόνα του αβάσιμου και του αυθαίρετου, η Επιστήμη κατοχυρωμένη από το Κράτος και αναγνωρισμένη από την κοινότητα αποτελεί σταθερό και βέβαιο έδαφος συγκρότησης.
  3. Τον πραγματισμό, οπού ο παραγωγικός χρόνος πρέπει να είναι σίγουρο και βέβαιο πως θα αποδώσει ( ταυτότητα του εργαζόμενου). Οι ελαστικές και επισφαλείς συνθήκες εργασίας οδηγούν σε ψυχολογία και άγχος ανέργου ήδη από τα πανεπιστημιακά χρόνια. Η λεγόμενη απάντηση στο κυνήγι προσόντων και τον ατομικό δρόμο δεν προέρχεται μέσα από επί μέρους κινητοποιήσεις για διάφορα υλικά ζητήματα . Για πολλούς αυτές μάλιστα χρησιμοποιούνται ως  βοηθητικά μέσα για τον ατομικό δρόμο. Θα πρέπει οι κινητοποιήσεις αυτές να πλαισιωθούν από ένα στρατηγικό σχέδιο και κριτική που θα δώσει σταθερότητα και διάρκεια στην συνείδηση της μεμονωμένης κινητοποίησης. Όχι “Παλεύω ενάντια στο νέο πρόγραμμα σπουδών γιατί θα εντατικοποιηθώ” αλλά “Παλεύω ενάντια στο νέο πρόγραμμα σπουδών γιατί πέρα από την εντατικοποίηση μου είναι ξεκάθαρος ο χαρακτήρας όλοκληρης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, της επιστήμης της, της έρευνας της, της εργασιακής της συνθήκης, του βιώματος της και αναγνωρίζω πως μέσα σε αυτό το περιβάλλον θα συναντώ διαρκώς εμπόδια να συγκροτήσω τη ζωή μου σε σχέση με το αντικείμενο που ενδιαφέρει, την καθημερινότητα που θα επιθυμούσα να έχω, τους ανθρώπους που θέλω να συναντώ.” Σε καμία περίπτωση δεν απαξιώνεται το κάλεσμα για τα επιμέρους, αλλά χωρίς εμβάθυνση και μετάβαση στην ουσία δεν μπορεί ως αμεσότητα να υπερνικήσει την αμεσότητα του ατομικού δρόμου και την ουσία του Κεφαλαίου έμφυτη πίσω από αυτόν. Πολλοί δίνουν μάχες για τα επιμέρους αλλά συνολικά οδηγούνται στην ενσωμάτωση. Το ΣΥΡΙΖΑ μας το υπενθυμίζει αυτό διαρκώς.


Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Από την στιγμή που το συνδικαλιστικό υποκείμενο απέχει πάρα πολύ από οποιαδήποτε διάθεση κριτικής έρευνας και ανάλυσης δεν μπορεί να γίνει καμία γειωμένη παρέμβαση στρατηγικού τύπου. Κάθε δύναμη διατηρεί παγιωμένη ανάλυση που κάποτε παρήγαγαν κάποια στελέχη. Αυτό που κατά βάση κάνουν τα υπόλοιπα μέλη είναι να αναμασάν αυτοματοποιημένα πέντε φράσεις του τύπου “ Το πανεπιστήμιο είναι ιδεολογικός μηχανισμός” ή “ Το πανεπιστήμιο έχει εταιρίες μέσα” και μετά μια αυτοματοποιημένη συνθηματολογία-αιτηματολογία. Οι φράσεις αυτές, μαζί με την ίδια την οργάνωση μετατρέπονται σε επενδυμένα Κύρια Σημαίνοντα χωρίς περιεχόμενο. Η αδυναμία διαλόγου εκφράζει την αδυναμία διατύπωσης αντικειμενικών στοιχείων και κριτηρίων για την εκάστοτε ανάλυση. Πχ ποιες είναι οι θέσεις του Αλτουσσέρ για τον ιδεολογικό μηχανισμό; Ποιες είναι οι κριτικές σ' αυτές; Οι θέσεις αντιστοιχούν στις σύγχρονες κατευθύνσεις για την διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την συμπεριφορική ρύθμιση; Ποιες έρευνες και ποια βιβλιογραφία υπάρχει σχετικά; Ποια φαινόμενα στο πανεπιστήμιο που βιώνω αντιστοιχούν στην ανάλυση μου; Τέτοια ερωτήματα θα έπρεπε να τίθονται διαρκώς για μια αποτελεσματική πολιτική παρέμβαση. Όμως όπως γράφει ο Χέγκελ πως όταν λέω “η επιστήμη της ζωολογίας” δεν έχω πει τίποτα ακόμα για κανένα ζώο, έτσι και όταν έχουμε μάθει να απαντάμε δυο τρεις φρασούλες είμαστε πολύ μακριά από το ίδιο το αντικείμενο. Μπορούμε απλώς να επαναλαμβάνουμε αυτιστικά ο καθένας τις δικές του, πράγμα που συμβαίνει στην μεγάλη πλειοψηφία των διαλόγων μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων, και εντός των ΕΑΑΚ.


Η ΜΟΡΦΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ “ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ”

Η διάκριση παραγωγικού χρόνου-ελεύθερου χρόνου χρησιμεύει για την κατανόηση της διαδικασίας με βάση την οποία διαμορφώνεται η σύγχρονη στράτευση, στην οποία ευδοκιμούν τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Από την στιγμή που ο πολιτικός λόγος στα πεδία που εκφέρεται (συνέλευση, κείμενο κλπ) δεν επαρκεί για την παρέμβαση στην υποκειμενικότητα του φοιτητή-εργαζόμενου, τότε όλο και πιο κυρίαρχη θα γίνεται μια άλλη μορφή πολιτικοποίησης. Στο πλήρως ανεπτυγμένο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο η μορφή ζωής του φοιτητή χαρακτηρίζεται από την δαπάνη του μεγαλύτερου μέρους του χρόνου σε υποχρεωτικά μαθήματα, εργασίες, διάβασμα. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ελάχιστος και εκτονώνεται με lifestyle. Πολύ δύσκολη είναι η υποκειμενική συγκρότηση σε άλλα πεδία. Στην Ελλάδα διανύουμε μια μεταβατική κατάσταση από το μαζικό-κρατικό πανεπιστήμιο, οπού υπήρχε η δυνατότητα και ο χρόνος για συγκρότηση και σε πολλές άλλες ασχολίες όπως αθλήματα, τέχνες κλπ. Σ΄αυτήν την κατηγορία ενέπιπτε και η πολιτική συγκρότηση. Όσο περισσότερο προχωράει ο μετασχηματισμός του επιχειρηματικού πανεπιστημίου και αναδεικνύονται αυτές οι δύο πτυχές του υποκειμένου (φοιτητης-εργαζόμενος, lifestyle), όσο το συνδικαλιστικό υποκείμενο αδυνατέι να αναφερθεί και να κινητοποιήσει την αναδυόμενη ταυτότητα του φοιτητή-εργαζόμενου, τόσο το έδαφος υποκειμενικής συγκρότησης και πολιτικής στράτευσης θα παραμένει το lifestyle, που αν και υπήρχε πάντα, τώρα απομένει το βασικό μέσο. Είναι αλήθεια πως τα κρασία, οι μπύρες, τα τσίπουρα, οι φωτογραφίες στο fb, η παρέα στα πάρτυ αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για την προσέγγιση ενός πολιτικού χώρου. Τονίζουμε πως δεν αμφισβητούμε την σημασία συλλογικής απόλαυσης της πολιτικής δραστηριότητας και υποστηρίζουμε ανοιχτά την πολιτικοποίηση του προσωπικού βιώματος καταπίεσης καθώς και την προσπάθεια για δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων και μορφών οργάνωσης. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν διακρίνουμε στην παρούσα μορφη στράτευσης την επιθυμητή στράτευση, καθώς κυριαρχέι η φιλική και ερωτική μικροπολιτική που δεν διαφοροποιέιται από αστικού τύπου οργανώσεις, με σκληρό in group psychology, μικροϊεραχίες και αποπολιτικοποίηση. Αντί να πολιτικοποιείται το προσωπικό, προσωποποιείται το πολιτικό. Έχόντας χάσει την μαζική απεύθυνση σε συνελεύσεις και στην παρέμβαση, εκεί οπού εκδηλωνόταν ο πολιτικός λόγος και συντηρούταν ο κύκλος χαλαρών επαφών, οι δυνάμεις θα αναπαράγονται όλο και περισσότερο μέσω συγγενών, φίλων, γνωστών κλπ των μελών τους, δηλαδή με στράτευση οπού επικρατέι ο κοινωνικός και όχι ο πολιτικός χαρακτήρας.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΩΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΣΤΟ Ε.Π

Τα σχήματα και οι ανένταχτοι/ες αγωνιστές/τριες που αντιλαμβάνονται την πάλη ενάντια στην επιχειρηματική ανασυγκρότηση του πανεπιστημίου, συκροτούν την απάντηση τους ανάλογα με τα επίδικα του κάθε χώρου και τα ιδιαίτερα προβλήματα τα οποία μπορούν να αναδείξουν για να συγκρουστούν με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και την επιχειρηματικότητα ως τάση. Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία του φοιτητικού και όχι μόνο κινήματος έχει αναδείξει ορισμένα κριτήρια τα οποία πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν:

  • Η ανάλυση και απάντηση στην επιχειρηματική ανασυγκρότηση του παν/μιου τόσο ως στρατηγική επιδίωξη του κεφαλαίου όσο και ως νομοσχέδια που κεφαλαιοποιούν την επιδίωξη αυτή.
  • Η απάντηση σε ζητήματα εργασιακής προοπτικής που θα λαμβάνουν υπόψιν τις νέες εργασιακές και παραγωγικές σχέσεις και θα συντονίζονται με σωματεία από τα κάτω.
  • Η κριτική στην υπαγωγή της γνώσης στα συμφέροντα του κεφαλαίου που απαντάει σε «καυτά» ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Η χαρτογράφηση των ερευνητικών προγραμμάτων ανά σχολή και η απαίτηση για έρευνα προς τη χειραφέτηση της κοινωνίας και της ανθρωπότητας.
  • Η ανασυγκρότηση των φοιτητικών συλλόγων ως κύτταρα φοιτητικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης του κοινωνικού χώρου.
  • Η στοχοποίηση κάθε κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ.
  • Το αντιπολεμικό περιεχόμενο που θα στοχοποιεί τα ερευνητικά προγράμματα για το στρατό, το ΝΑΤΟ, την ελληνική και ξένη πολεμική βιομηχανία σε σύνδεση με την απελευθέρωση της γνώσης για την κοινωνία αφενός και αφετέρου με τον αντικατασταλτικό αγώνα.
  • Το φεμινιστικό, αντισεξιστικό περιεχόμενο των αντικαπιταλιστικών σχημάτων που θα αμφισβητήσουν τις πατριαρχικές σχέσεις που αναπαράγονται και μέσα στα υπάρχοντα μορφώματα, και θα δομήσουν νέες εκρηκτικές κοινωνικές σχέσεις.
  • Η ρήξη με κάθε λογική κρατικής διαχείρισης, κυβερνητικής λύσης και συνδιαχείρησης των ιδρυμάτων.
  • Η δημιουργία στεκιών στις σχολές που θα αποτελέσουν νέους χώρους ελευθερίας και δημιουργικότητας και θα επανοικειοπηθούν και επανανοηματοδοτήσουν το άσυλο.
  • Πειραματισμός με νέες μορφές οργάνωσης σε περιόδους κινηματικής νηνεμίας.
  • Αντιφασιστικό, αντιεθνικιστικό, πολυεθνικό περιεχόμενο.
  • Ισότιμος συντροφικός διάλογος με επιχειρήματα, χωρίς ταυτολογίες, χωρίς επιχειρήματα λήψης ζητουμένου.
  • Σύνδεση του προσωπικού βιώματος καταπιέσης με την πολιτική κίνηση που εναντιώνεται στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
  • Η απαίτηση μισθού για τις μορφές απλήρωτης διανοητικής εργασίας όπως οι πρακτικές, σύνδεση και επικοινωνία με διδακτορικούς ή συμβασιούχους εργάτες γνώσης, πολιτικοποίηση οποιασδήποτε αυθόρμητης άρνησης στην εντατικοποίηση που ξεσπά.


ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΑΑΚ ΟΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ

Η ΕΑΑΚ μπορεί να έδωσε νικηφόρες μάχες, μπορεί να υπήρξε κάτι πρωτοπόρο, αλλά φαίνεται να μη μπορεί να ανταποκριθεί στα κριτήρια που θέτει η εποχή, η κατάσταση στην κοινωνία και το πανεπιστήμιο, οι νέες σχέσεις εργασίας και κατανάλωσης της νεολαίας. Μετά το 2015,οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που αναγνώρισαν το δίπολο αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και ανασυγκρότηση του μορφώματος vs παρακμή και ενσωμάτωση φαίνεται να δικαιώνονται πλήρως. Πάνω σε αυτό θα θέλαμε να σχολιάσουμε τα εξής:
  • ΛΑΕ: Ο απόλυτος κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Ώριμο τέκνο της πατριωτικής αριστεράς με κυβερνητικές αυταπάτες. Η ΛΑ.Ε ανάγει την εκλογική μάχη ως κύρια και αντίστοιχα τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες σε ευκαιρίες για εκλογική ενίσχυση, οι κινηματικες κ εκλογικές συμμαχίες ακόμα και με ακροδεξιούς πατριωτές είναι εμφανείς πλευρές, στις οποίες έχουμε ξανακάνει αναφορές. Αυτό που έχει σημασία να αναφέρουμε είναι η ενσωμάτωσή της στην εθνική αφήγηση, που αναδύθηκε και την περίοδο που διεξάγονταν τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για την Μακεδονία. Η ΛΑΕ όπως ξέρουμε αρνείται να αναγνωρίσει και να αντιπαρατεθεί με την επιθετική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης (στα πλαίσια ΕΕ,ΗΠΑ,ΝΑΤΟ) και χρησιμοποιεί ρητορία στα πλαίσια της εθνικής ενότητας, μια τοποθέτηση αντιδραστική, στη σημερινή εποχή και σε μια χωρα ημιπεριφεριακή στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, περιφερειακή στο ευρωπαικό και κεντρική στα Βαλκάνια που είναι προσδεδεμένη οργανικά και συνειδητά στις οικονομικές, στρατιωτικές ενώσεις του αναπτυγμένου καπιταλισμου. Στα ίδια πλαίσια αναφέρονται μονομερώς στην επιθετικότητα των γειτονικών κρατών (πχ Τουρκία) ενισχύοντας ιδεολογικά τον εθνικό κορμο, στελέχη της μιλούν σε ακροδεξιά κανάλια,(!) συνυπογράφουν κείμενα πρωτοβουλίας συλλαλητηρίων και είναι ομιλητές σε αυτά.
  • ΛΟΙΠΟΙ: Ωστόσο και οι οργανώσεις στην ΕΑΑΚ που ,διακηρυκτικά τουλάχιστον, συντάσσονται με μια αντικαπιταλιστική προοπτική, διακριτή από σχέδια συνδιαχείρισης και κυβερνητισμού αναδιπλώνονται πολιτικά, ειδικά τα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσσουν την οργανωτική τους συγκρότηση. Αρνούνται να θέσουν διαχωριστικές από τις παραπάνω λογικές που αποβλέπουν σε πατριωτικά μέτωπα και εμμένουν στις “παραδοσιακές” πρακτικές χωρίς να παίρνουν πρωτοβουλίες για την δημιουργία μορφών οργάνωσης του φοιτητικού υποκειμένου που να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη ταυτότητα/ ανάγκες και τη διαμόρφωση σχεδίου που θα αντιπαλεύει ουσιαστικά την επιχειρηματικοποίηση- αναδιάρθρωση όπως περιγράφουμε παραπάνω.
    Ως εκ τούτου, θεωρούμε όχι μόνο απαράδεκτο να υπάρχει μέσα στο μόρφωμα η ΛΑΕ αλλά και η αποδοχή και συνομιλία μαζί τους, ο μη πλήρης διαχωρισμός από αυτές τις δυνάμεις.
  • Η αυτοσυντήρηση των οργανώσεων: Αφενός προωθούνται τακτικισμοί/ηγεμονισμοί/ τεχνητά δίπολα που δημιουργούν ένα πλαίσιο ασφυκτικό για κάθε σχηματία. Αφετέρου η προσπάθεια πολιτικοποίησης των νέων αγωνιστριών που εντάσσονται στους κόλπους των εαακ γίνεται με πολύ στρεβλούς όρους (προσωποίηση του πολιτικού, lifestyle, δίπολα κλπ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα και το παράλληλο κάλεσμα των συντονιστικών που αποδεικνύει ότι στη δοσμένη στιγμή κάθε τοποθέτηση περί ανασύνταξης των εαακ μόνο επίπλαστη και με αυταπάτες είναι. Πέρα όμως από τους τακτικισμούς, τις συννενοήσεις των παραγόντων που ανέκαθεν μπορεί να υπήρχαν, φτάσαμε στο σημείο να έχει υποκατασταθεί πλήρως ο πραγματικός διάλογος, να έχουν αναιρεθεί, αν ποτέ πραγματικά υπήρξαν, οι σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ των εαακιτών/ισων.
  • Το άνοιγμα της κουβέντας για τον σεξισμό με αφορμή καταγγελία στους κόλπους της ΕΑΑΚ για σεξιστικό περιστατικό κατέστησε γρήγορα αισθητή την αδυναμία μας να μην ανάγουμε τα πάντα σε μικροπολιτική και να διεξάγουμε πραγματικό συντροφικό διάλογο λόγω της ανεπάρκειας μας να αντιμετωπίσουμε τις πατριαρχικές σχέσεις που υπήρχαν και υπάρχουν στα ΕΑΑΚ (συνθήματα, σχέσεις μεταξυ συντρόφων/ισσων κτλ).
  • Τέλος, η όποια συζήτηση για επανίδρυση που εν τέλει δεν πραγματοποιεί κανένα πραγματικό βήμα μόνο αποπροσανατολιστική μπορεί να είναι. Η αδράνεια και η αργοπορία σε σχέση με τα γεγονότα και την εποχή δε μπορεί να δικαιολογηθεί.

Αποφασίσαμε λοιπόν να διαφοροποιηθούμε απο την ΕΑΑΚ όπως υπάρχει, όχι γιατι αρνούμαστε το παρελθόν μας. Άλλωστε, κάθε ρήξη αποτελεί μια συνέχεια και μία ασυνέχεια. Όμως, θεωρούμε ότι εάν πρόκειται να γίνει αντικαπιταλιστική ανασυγκρότηση ενός νέου μορφώματος που θα μπορούσε να ονομαστεί Ενιαία Ανεξάρτητη Αντικαπιταλιστική Κίνηση, θα γίνει από τη βάση των σχημάτων και σε συντονισμό μεταξύ τους. Τον καιρό που έρχεται, επιλέγουμε να δώσουμε τις μάχες και θα συντονιζόμαστε με τα αντικαπιταλιστικά σχήματα και ανένταχτους/ες αγωνιστές/τριες που βρίσκονται εντός και εκτός ΕΑΑΚ και αντιλαμβάνονται την πάλη ενάντια στην επιχειρηματική ανασυκρότηση του ελληνικού πανεπιστημίου και καπιταλισμού, θα εμβαθύνουμε το διάλογο με τα σχήματα και τους αγωνιστές/τριες για να γίνουμε καλύτεροι/ες για τους καιρούς που έρχονται. Θα πάρουμε πρωτοβουλίες για συζήτηση και δράση που θα υπερβαίνουν το χώρο όπως τον γνωρίσαμε και τα χαρακτηριστικά για τα οποία παρήκμασε. Με αντοχή, με διάρκεια, με δύναμη και με αναζήτηση. Για μία κίνηση που θα καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θα υπερβαίνε συνεχώς τον υπάρχοντα ευατό της. Για να μπορέσουμε να συναντηθούμε, όλοι, όλες και εμείς, οι άλλοι/ες, που έχουμε ευαίσθητα νεύρα αλλά προσπαθούμε να τα κάνουμε όσο το δυνατόν πιο ατσάλινα. Μας αξίζει κάτι καλύτερο από όλο αυτό. Η γενιά μας ζει την πιο παρατεταμένη μέχρι τώρα κρίση του καπιταλισμού και βιώνει τις πιο πολλές ματαιωμένες υποσχέσεις απόλαυσης. Αλλά είμαστε εδώ για να απαντήσουμε.